φρεατόφυτο

φρεατόφυτο
το, Ν
φυτό που αποβάλλει, με εξάτμιση, μεγάλες ποσότητες νερού και αναπτύσσεται σε υγρά εδάφη, αλλά και σε ξηρά εδάφη, όπου όμως αναπτύσσει μεγάλο ριζικό σύστημα, μήκους πολλών μέτρων, το οποίο φθάνει ώς τον υδροφόρο ορίζοντα, από τον οποίο ανεφοδιάζεται με νερό, όπως είναι ο ευκάλυπτος, η ιτιά, η λεύκα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phreatophyte < φρέαρ, -ατος + φυτό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”